μικροχαρῆ

μικροχαρῆ
μικροχαρής
easily pleased
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
μικροχαρής
easily pleased
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μικροχαρής
easily pleased
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρόχαρος — η, ο 1. αυτός που χαίρεται με μικρά και ασήμαντα πράγματα: Είναι μικρόχαρος και παρά τη φτώχεια του δεν γκρινιάζει. 2. μικροπρεπής, πρόστυχος, χυδαίος: Δεν τη θέλουμε στην παρέα, γιατί είναι μικρόχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”